- οἰκῆσαν
- οἰκέωinhabitaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἴκησαν — οἰκέω inhabit aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GNES — Steph. Γνῆς, ἔθνος ὀικῆσαν τὴν Ρ῾όδον, ἔνθεν καὶ Γνῆτες, ὀ ἰθαγενεῖς. Λέγεται δὲ μετα τȏυ ι Ι῎γνητες … Hofmann J. Lexicon universale
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek